αφειδώ
Смотреть что такое "αφειδώ" в других словарях:
αφειδώ — ἀφειδῶ ( έω) (Α) [αφειδής] 1. είμαι αφειδής, παρέχω κάτι χωρίς φειδώ 2. αψηφώ, περιφρονώ (κινδύνους, πόνο κ.λπ.) 3. (η μτχ. αορ. απολύτως) ἀφειδήσαντες παράτολμα, ριψοκίνδυνα … Dictionary of Greek
ἀφειδῶ — ἀφειδέω to be unsparing pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀφειδέω to be unsparing pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)